Τη δυνατότητα καλλιέργειας δίκοκκου σιταριού δίνει φέτος το υπουργείο
Την αναβίωση της αρχαίας ποικιλίας του δίκοκκου σιταριού, γνωστού και ως Ζέα, επιχειρεί ένας καλλιεργητής από την Πιερία ξεκινώντας από το πιο βασικό: Την παραγωγή σπόρου σποράς. Ο Δαμιανός Παχόπουλος εισήγαγε σπόρους δίκοκκου σιταριού (Triticum Dicoccum) από την Ιταλία και τους έσπειρε στο αγρόκτημά του Koukos Inn στον Κούκο Πιερίας.
Αντί να κάτσει να περιμένει τον Ιούνιο για τη συγκομιδή ξεκίνησε από τώρα την προώθηση του προϊόντος του σε άλλους παραγωγούς ώστε να δημιουργηθούν πυρήνες καλλιέργειας σε κάθε νομό της χώρας και το ψωμί που θα παραχθεί να διατίθεται τοπικά σε φούρνους.
Το πλεονέκτημα του προϊόντος είναι ότι δεν θα περιέχει γλουτένη, χωρίς να γίνεται καμία επεξεργασία στον σπόρο, όπως γίνεται στις άλλες ποικιλίες, που σημαίνει ότι είναι κατάλληλο για όσους πάσχουν από κοιλιοκάκη και δεν μπορούν να φάνε κανονικό ψωμί. Το δίκοκκο σιτάρι, άλλωστε, έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με ένα άλλο δημητριακό, που δεν περιέχει γλουτένη και έχει μεγάλη πέραση στη Β. Ευρώπη, το ντίνκελ.
Στην Ελλάδα ευδοκιμεί καλύτερα το δίκοκκο σιτάρι, αφού παραγόταν μαζικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οπότε και απαγορεύτηκε μέχρι σήμερα. Πλέον υπάρχει η δυνατότητα από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για καλλιέργεια έως 2.000 στρεμμάτων για φέτος, με την προοπτική να επεκταθεί.
Η τεχνική της καλλιέργειας
Οι καλλιεργητικές τεχνικές και τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται είναι ίδια με τις άλλες ποικιλίες μαλακού σιταριού, αλλά για να επιτευχθεί η απαιτούμενη ποιότητα, ο παραγωγός πρέπει να σπείρει πάνω από 20 κιλά πιστοποιημένο σπόρο ανά στρέμμα.
Το Σάββατο, 12 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση καλλιεργητών και ενδιαφερομένων για απόκτηση σπόρων από τη φετινή σοδειά. Ο κ. Παχόπουλος ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους για τις τιμές όπου προπωλεί τους σπόρους και τους εξήγησε ότι μπορούν ακόμα και να δηλώσουν την καλλιέργεια στις αιτήσεις ΟΣΔΕ, ως δίκοκκο σιτάρι.
Οι αποδόσεις του κυμαίνονται ανάλογα με την περιοχή, με βάση και τις αποδόσεις των άλλων ποικιλιών σιταριού. Tο ύψος του φτάνει 85 μέχρι 105 εκ. αλλά δεν πλαγιάζει εύκολα από τον αέρα και τη βροχή, γιατί, όπως είναι δίκοκκος ο σπόρος, φυτρώνει με διπλή ρίζα με μεγάλο θύσανο και έχει πολύ ανθεκτικό στέλεχος.
Είναι ευκολότερο στη καλλιέργεια για τους βιοκαλλιεργητές, σύμφωνα με τον κ. Παχόπουλο, γιατί έχει δυνατή και πυκνή ρίζα με αποτέλεσμα να ανταγωνίζεται με επιτυχία τα ζιζάνια, ο δε καρπός του, προφυλαγμένος από τον φλοιό, αντέχει περισσότερο στις ασθένειες και κάνει ασφαλέστερη τη διατήρησή του στην αποθήκη μετά τη συγκομιδή.
Το καλλιεργητικό κόστος είναι το ίδιο με τη συμβατική καλλιέργεια σιταριού. Η τιμή του πιστοποιημένου σπόρου είναι ακριβότερη, αλλά όταν επιμεριστεί στα παραγόμενα κιλά δεν επιβαρύνει τόσο το κόστος. Η επιπλέον επιβάρυνση, που πρέπει να υπολογιστεί μέχρι το στάδιο της αλευροποίησης, υπάρχει μόνον στον καθαρισμό και την αποφλοίωσή του, τα οποία κυμαίνονται ανάλογα με την καθαρότητα, το μέγεθος του κόκκου και την ποσότητα του σιταριού.
Ένα ισχυρό καλλιεργητικό ρεύμα υπέρ της αναβίωσης της ιστορικής καλλιέργειας του δίκοκκου σιταριού (Triticum dicoccum), γνωστό από την αρχαιότητα ως ζέα ή ζειά, κυριαρχεί στην ελληνική ύπαιθρο τα τελευταία δύο με τρία χρόνια. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Agrenda, αρχικά υπήρξαν μεμονωμένες καλλιεργητικές απόπειρες, οι οποίες βασίστηκαν στην αύξηση του ενδιαφέροντος για την αειφόρο γεωργία χαμηλών εισροών, αλλά και τις πληροφορίες πως πρόκειται για ένα δημητριακό με πλούσια διατροφική αξία.
Τα πρώτα αποτελέσματα όμως έδειξαν ότι πρόκειται για μια καλλιέργεια που μπορεί να δώσει εύκολα αποδόσεις πάνω από 200 κιλά το στρέμμα, χάρη στην ανθεκτικότητά της σε εχθρούς και ασθένειες, στην ισχυρή ανταγωνιστικότητά της έναντι των ζιζανίων και στις χαμηλές απαιτήσεις της για λίπανση.
Έτσι, η καλλιέργεια άρχισε να βρίσκει τα «πατήματά» της, ακολουθώντας το δρόμο που χρόνια ακολουθεί η Ιταλία, η οποία στην περιοχή της Τοσκάνης καλλιεργεί δίκοκκο σιτάρι ως προϊόν ΠΟΠ. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ιταλία καλλιεργούνται περίπου 15.000 στρέμματα, στην Τουρκία περισσότερα από 100.000 στρέμματα και στο Βέλγιο 100.000 στρέμματα.
Αυτές τις μέρες πραγματοποιείται η σπορά του δίκοκκου σιταριού, η οποία ευνοήθηκε και από τις πρόσφατες βροχοπτώσεις. Οι καλλιεργητικές τεχνικές και τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται είναι ίδια με τις άλλες ποικιλίες σιταριού, αλλά, για να επιτευχθεί η απαιτούμενη πυκνότητα των φυτών, ο παραγωγός πρέπει να σπείρει πάνω από 20 κιλά πιστοποιημένο σπόρο ανά στρέμμα.
Το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργείται μέχρι και 1.500 μέτρα υψόμετρο, ακόμα και σε πετρώδη εδάφη. Προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη, είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό σε χαμηλές θερμοκρασίες και στις συνήθεις ασθένειες των άλλων δημητριακών. Το ύψος του φτάνει 85 μέχρι 105 εκ. αλλά δεν πλαγιάζει εύκολα από τον αέρα και τη βροχή, γιατί, όπως είναι δίκοκκος ο σπόρος, φυτρώνει με διπλή ρίζα με μεγάλο θύσανο και έχει πολύ ανθεκτικό στέλεχος. Στη γειτονική Ιταλία, οι αποδόσεις σε σπόρο κυμαίνονται από 60-490 κιλά το στρέμμα, με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 250 κιλά το στρέμμα.
Η αποφλοίωση του σπόρου είναι απλή διαδικασία και μπορεί να γίνει για παράδειγμα σε οποιοδήποτε ρυζόμυλο, αλλά και με απλές αποφλοιωτικές μηχανές. Τα άλευρα που παράγονται από το δίκοκκο σιτάρι είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, φυτικές ίνες και μέταλλα, γεγονός που το καθιστά λειτουργικό τρόφιμο.
«Πέρυσι διαθέσαμε 10 τόνους παραγωγής και δεν καταφέραμε να καλύψουμε ούτε στο μισό την ζήτηση που είχαμε», αναφέρει χαρακτηριστικά η Δήμητρα Τριανταφύλλου από την Κάτω Τιθορέα Φθιώτιδας, μια από τις πρώτες παραγωγούς που πίστεψαν στο συγκεκριμένο είδος. Μάλιστα έχοντας αναπτύξει μια συγκεκριμένη πελατεία και με δεδομένο ότι πολλοί παραγωγοί δεν ξέρουν που να πουλήσουν το προϊόν τους, αναφέρει πως είναι πρόθυμη να αγοράσει την παραγωγή που προέρχεται από αυτό.
Έτσι, η καλλιέργεια άρχισε να βρίσκει τα «πατήματά» της, ακολουθώντας το δρόμο που χρόνια ακολουθεί η Ιταλία, η οποία στην περιοχή της Τοσκάνης καλλιεργεί δίκοκκο σιτάρι ως προϊόν ΠΟΠ. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ιταλία καλλιεργούνται περίπου 15.000 στρέμματα, στην Τουρκία περισσότερα από 100.000 στρέμματα και στο Βέλγιο 100.000 στρέμματα.
Αυτές τις μέρες πραγματοποιείται η σπορά του δίκοκκου σιταριού, η οποία ευνοήθηκε και από τις πρόσφατες βροχοπτώσεις. Οι καλλιεργητικές τεχνικές και τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται είναι ίδια με τις άλλες ποικιλίες σιταριού, αλλά, για να επιτευχθεί η απαιτούμενη πυκνότητα των φυτών, ο παραγωγός πρέπει να σπείρει πάνω από 20 κιλά πιστοποιημένο σπόρο ανά στρέμμα.
Το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργείται μέχρι και 1.500 μέτρα υψόμετρο, ακόμα και σε πετρώδη εδάφη. Προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη, είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό σε χαμηλές θερμοκρασίες και στις συνήθεις ασθένειες των άλλων δημητριακών. Το ύψος του φτάνει 85 μέχρι 105 εκ. αλλά δεν πλαγιάζει εύκολα από τον αέρα και τη βροχή, γιατί, όπως είναι δίκοκκος ο σπόρος, φυτρώνει με διπλή ρίζα με μεγάλο θύσανο και έχει πολύ ανθεκτικό στέλεχος. Στη γειτονική Ιταλία, οι αποδόσεις σε σπόρο κυμαίνονται από 60-490 κιλά το στρέμμα, με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 250 κιλά το στρέμμα.
Σύγκριση με το συμβατικό
Το καλλιεργητικό κόστος είναι το ίδιο με τη συμβατική καλλιέργεια σιταριού. Η τιμή του πιστοποιημένου σπόρου είναι ακριβότερη, αλλά όταν επιμεριστεί στα παραγόμενα κιλά δεν επιβαρύνει τόσο το κόστος. Η επιπλέον επιβάρυνση, που πρέπει να υπολογιστεί μέχρι το στάδιο της αλευροποίησης, υπάρχει μόνο στον καθαρισμό και την αποφλοίωσή του, τα οποία κυμαίνονται ανάλογα με την καθαρότητα, το μέγεθος του κόκκου και την ποσότητα του σιταριού.Η αποφλοίωση του σπόρου είναι απλή διαδικασία και μπορεί να γίνει για παράδειγμα σε οποιοδήποτε ρυζόμυλο, αλλά και με απλές αποφλοιωτικές μηχανές. Τα άλευρα που παράγονται από το δίκοκκο σιτάρι είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, φυτικές ίνες και μέταλλα, γεγονός που το καθιστά λειτουργικό τρόφιμο.
Η διαφορά
Το δίκοκκο σιτάρι γνωστό ως faro ή emmer στη διεθνή αγορά αποτελεί διαφορετικό είδος από το σιτάρι σπέλτα, το οποίο αρκετοί Έλληνες παραγωγοί αναφέρουν ως ζέα ή ζειά. Αρκετοί ιστορικοί αναφέρουν ως σιτάρι ζέα ή ζειά τα τρία «ντυμένα» σιτάρια (μονόκοκκο σιτάρι, δίκοκκο σιτάρι, σιτάρι σπέλτα). Πρόκειται για είδη σιταριού που υστερούν σε αποδόσεις σε σύγκριση με τις σύγχρονες ποικιλίες και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται ως πλούσιες πηγές θρεπτικών συστατικών.Παράγω το δικό μου αλεύρι
Αυξημένη ζήτηση
Το συγκεκριμένο είδος σιταριού γίνεται όλο και πιο δημοφιλές μεταξύ των καταναλωτών, οι οποίοι αναζητούν μεγάλες ποσότητες (πάνω από 100 κιλά) είτε για να καλλιεργήσουν μικρές εκτάσεις, είτε για να παράγουν το δικό τους αλεύρι. Έτσι αυτοί που παράγουν σήμερα δίκοκκο σιτάρι απολαμβάνουν τιμές από το 1,5 ευρώ το κιλό μέχρι και 5 ευρώ.«Πέρυσι διαθέσαμε 10 τόνους παραγωγής και δεν καταφέραμε να καλύψουμε ούτε στο μισό την ζήτηση που είχαμε», αναφέρει χαρακτηριστικά η Δήμητρα Τριανταφύλλου από την Κάτω Τιθορέα Φθιώτιδας, μια από τις πρώτες παραγωγούς που πίστεψαν στο συγκεκριμένο είδος. Μάλιστα έχοντας αναπτύξει μια συγκεκριμένη πελατεία και με δεδομένο ότι πολλοί παραγωγοί δεν ξέρουν που να πουλήσουν το προϊόν τους, αναφέρει πως είναι πρόθυμη να αγοράσει την παραγωγή που προέρχεται από αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου