Άκρως ανησυχητικά μηνύματα, αναφορικά με τον πληθυσμό της Ελλάδας και την ανανέωσή του, προέκυψαν από τη σχετική έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), μετά την τελευταία καταμέτρηση την 1η Ιανουαρίου 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν, ο πληθυσμός της χώρας έχει μειωθεί κατά 0,68%, ή αλλιώς περίπου 80.000 άνθρωποι λιγότεροι σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου 2015.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν, ο πληθυσμός της χώρας έχει μειωθεί κατά 0,68%, ή αλλιώς περίπου 80.000 άνθρωποι λιγότεροι σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου 2015.
Πιο αναλυτικά, ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων ανήλθε σε 10.783.748 άτομα, εκ των οποίων 5.224.210 άνδρες και 5.559.538 γυναίκες. Την 1η Ιανουαρίου του 2015, ο πληθυσμός ανερχόταν σε 10.858.018 άτομα.
Η μείωση συνιστά απόρροια της γήρανσης του πληθυσμού και της μη ανανέωσής του: Πολλοί θάνατοι, λίγες γεννήσεις.
Η μείωση συνιστά απόρροια της γήρανσης του πληθυσμού και της μη ανανέωσής του: Πολλοί θάνατοι, λίγες γεννήσεις.
Για το 2015 η αρχνητική σχέση ήταν 29.365 άτομα (91.847 γεννήσεις - 121.212 θάνατοι) αλλά και της αρνητικής καθαρής μετανάστευσης, η οποία διαμορφώθηκε σε 44.905 άτομα (64.446 εισερχόμενοι - 109.351 εξερχόμενοι). Δηλαδή μπήκαν 64.446 ξένοι και έφυγαν 109.351 Ελληνες!
Συνολικά λόγω θανάτων και μετανάστευσης, ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά σχεδόν 140.000 άτομα!
Την ίδια ώρα, ο πληθυσμός ηλικίας 0 έως 14 ετών ανήλθε στο 14,4% επί του συνολικού πληθυσμού, ενώ ο πληθυσμός ηλικίας 15 έως 64 ετών στο 64,3% και ο πληθυσμός ηλικίας 65 και άνω ετών στο 21,3%.
Στον νομό Αττικής, ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων διαμορφώθηκε σε 3.781.274 άτομα, ενώ στον νομό Θεσσαλονίκης σε 1.109.969 άτομα.
Την ίδια ώρα, ο πληθυσμός ηλικίας 0 έως 14 ετών ανήλθε στο 14,4% επί του συνολικού πληθυσμού, ενώ ο πληθυσμός ηλικίας 15 έως 64 ετών στο 64,3% και ο πληθυσμός ηλικίας 65 και άνω ετών στο 21,3%.
Στον νομό Αττικής, ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων διαμορφώθηκε σε 3.781.274 άτομα, ενώ στον νομό Θεσσαλονίκης σε 1.109.969 άτομα.
Στις δεκαετίες που μας πέρασαν διάφορες Επιτροπές της Βουλής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι βασικές αιτίες του δημογραφικού μας προβλήματος ήταν μεταξύ άλλων:
— Ο χώρος κατοικίας (το 32 % ζεί εγκλωβισμένο σε μικρά διαμερίσματα ενώ πολλά νέα ζευγάρια δεν έχουν δική τους στέγη)
— Το πολύ ψηλό κόστος ανατροφής των παιδιών και η παροχή παιδείας και (παραπαιδείας). Υπολογίζεται ότι από την στιγμή τηε γέννησης ενός παιδιού στην Ελλάδα, μέχρι την ενηλικίωσή του στα 18 έτη, απαιτείται δαπάνη από τους γονείς, κατ'ελάχιστον, 100.000 ευρώ.
— Η ανεργία των νέων που μεταθέτει το γάμο και την απόκτηση παιδιών
— Ο υπέρμετρος ατομικός ευδαιμονισμός
Προχωρώντας με αυτά τα δεδομένα και αυτούς τους ρυθμούς το έτος 2009 ο πληθυσμός της Ελλάδος έφτασε να είναι μόλις 10,8 εκατ. ενώ οι Αλβανοί πληθυσμιακά ξεπερνούν τα 4 εκατομμύρια (δεν υπολογίζονται όσοι ζούνε εκτός Αλβανίας), οι Σκοπιανοί ξεπερνούν τα 2 εκατ., οι Βούλγαροι πλησιάζουν τα 7,5 εκατ. και οι Τούρκοι ξεπεράσανε τα 77 εκατ. (από τα οποία τα 51 εκατ. Βρίσκονται στις ηλικίες ανάμεσα στα 15 και 64 χρόνια)!
Εξετάζοντας συνοπτικά τα δημογραφικά μας στοιχεία διαπιστώνουμε ότι ανέκαθεν η χώρα μας ήταν κοινωνία «προσφύγων και ξενητεμένων».
Το 1907 η Ελλάδα αριθμούσε 2,631,952 ψυχές και αργότερα μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο φτάσαμε το 1920 τον αριθμό 5,061,889.
Τελικά το 1923 μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών φτάσαμε να είμαστε 6,010,000 άτομα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ενσωματώθηκαν στον κορμό της Ελλάδας και νέα κύματα προσφύγων, χάσαμε σχεδόν ένα εκατομμύριο στην δεκαετία του 1940 και στη συνέχεια η αστυφιλία γέμισε τις πόλεις μας με άνεργο πληθυσμό ενώ ερημώθηκε η περιφέρεια.
Στη δεκαετία του 1960 κορυφώθηκε και η μεγάλη πληθυσμιακή διαρροή σχεδόν ενός εκατομμυρίου συμπολιτών μας πρός τις αγορές εργασίας της Ευρώπης και κυρίαρχα της Δυτικής Γερμανίας, αφού είχαν ήδη προηγηθεί τα επίσης μεγάλα μεταναστευτικά κύματα της μεταπολεμικής δεκαετίας του 1950 προς τον Καναδά, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ.
Οι ελληνικές οικογένειες της υπαίθρου λειτουργώντας μέσα στο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα μιας γεωργοκτηνοτροφικής Ελληνικής πραγματικότητας παρέμειναν «εκτεταμένες» στη δομή τους (τρείς γενιές συμβίωναν στον ίδιο οικολογικό χώρο) και πολυμελείς ενώ, αντίθετα, οι οικογένειες των αστικοβιομηχανικών μας κέντρων προσαρμοζόμενες στις απαιτήσεις και τις ιδιομορφίες του νέου τρόπου ζωής μεταλλάχθηκαν σε «πυρηνικές» όπου το κάθε ζευγάρι προσαρμοζόμενο στις απαιτήσεις της ζωής αποκτούσε ένα ή το πολύ δύο παιδιά.
Αναμφίβολα η έλλειψη χώρου, η απασχόληση και των δύο γονέων και η έλλειψη παπούδων και γιαγιάδων που θα μπορούσαν να αναλάβουν την φροντίδα των παιδιών οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια τη σύγχρονη ελληνική οικογένεια στη σμίκρυνση…
Για να διατηρηθεί μια σταθερή αυξητική τάση στην δημογραφική οντότητα και τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας πρέπει οι γεννήσεις να υπερβαίνουν τους θανάτους αλλά ήδη στην Ε.Ε. ο μέσος όρος είναι σχεδόν μηδενικός.
Πριν τον Β'ΠΠ η φυσική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού (γεννήσεις πλήν θάνατοι) ήταν της τάξης του 12 % και 13 % για να φτάσει τώρα στο εντυπωσιακό επίπεδο πολύ κάτω του 1 % δηλαδή σε ΑΡΝΗΤΙΚΑ μεγέθη καθώς εδώ και μερικά χρόνια στην Ελλάδα έχουμε σε ετήσια βάση περισσότερους θανάτους από γέννες και μάλιστα στις γέννες υπολογίζονται και δεκάδες χιλιάδες αλλοεθνών (νόμιμων προσφύγων μεταναστών αλλά και λαθρομεταναστών!)
Αξίζει να σημειωθεί ότι :
1) οι οκογένειες που σήμερα έχουν ΕΝΑ παιδί αυξήθηκαν από 41% του 1971 σε 46% το 1991 και περάσαν το 50% το 2001.
2) οι οικογένειες με ΔΥΟ παιδιά έμειναν σταθερές ενώ
3) το ποσοστό των πολυτέκνων με ΤΡΙΑ παιδιά (ελάχιστο απαιτούμενο όριο για ανανέωση του πληθυσμού και αύξησή του) έπεσε από το 14% του 1971 σε 11 % το 2001
4) και το ποσοστό με ΤΕΣΣΕΡΑ και περισσότερα παιδιά από το 7% του 1971 σε λιγότερο από το 4% του 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου